λευκαία

λευκαία
λευκαία και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) [λεύκη]
1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο
2. συνεκδ. το σχοινί
3. το φυτό λεύκα
4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός τής λεύκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκαίας — λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem acc pl λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί …   Dictionary of Greek

  • λευκέα — λευκέα, ἡ (Α) βλ. λευκαία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”